- Πελοπηιάδας
- Πελοπηῐᾰδας1 descendant of Pelops ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι (Er. Schmid: πελοπηίδαι codd.) N. 8.12
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.